Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Βάλια


Μέσα στους πίνακες και μέσα στα βιβλία,
μέσα σε έργα τέχνης, σε γραπτά
·
μέσα στον άνεμο και μες τη συγκυρία,
μέσα σε άυλα πράγματα κι απτά

Αγάπησα ένα κορίτσι
που ήταν ωραίο σα ζωγραφιά,

που κραταγε ένα λουλουδάκι
και το μαδουσε αργα, αργά.
 

Ύστερα έμενε για λίγο
με το κλαδάκι στην ποδιά
και με τα πέταλα τριγύρω
και με το βλέμμα μακρυά..

Τώρα έτσι μόνος στην πλατεία
του Μον Πελιέ, βαδίζω αργά.

Πλάι μου, κυρίες με σκυλιά
σαν γαλλική φιλμογραφία.

Οι γέροντες με τα μπουκάλια
και το παιχνίδι στα χαρτιά.

Πέρα, χαμόγελα πλατιά
κι η δεσποινίς με τη βεντάλια.

Ψάχνω εκείνο το κορίτσι
που ήταν ωραίο σα ζωγραφιά,
που κράταγε ένα λουλουδάκι
και το μαδούσε αργά, αργά.

Την απάντηση που ψάχνει
να της την πω ψιθυριστά
μα τωρα πια ίσως δε θα 'ρθει..
Τώρα είναι αργά, αργά, αργά.
 

Τη λέν' Μαρία, τη λένε Βάλια;
Ποιον να ρωτήσω να μου πεί,

να βρώ την άκρη απ την κλωστή.
Σε λενε Ανθή; Σε λένε Θάλεια;

Ίσως να ήταν μια ιδέα,
ίσως δεν έψαξα καλά   
ή την προσπέρασα τυχαία
κι ούτε που πάλι θα 'ρθει πια.

Μέσα στους πίνακες και μέσα στα βιβλία,
μέσα σε έργα τέχνης, σε γραπτά
·
μέσα στον άνεμο και μες τη συγκυρία
μέσα σε άυλα πράγματα κι απτά

Αγάπησα ένα κορίτσι
που ήταν ωραίο σα ζωγραφιά...


Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Παλιά καλοκαίρια


Τα παλιά τα καλοκαίρια
ήρθαν μέσα από τα βάθη
και τους έρωτες μας φέραν
με το άνθος και το αγκάθι·
και με το φιλί στο στόμα,
σ’ ένα αλλοτινό ακρογιάλι
μας χαρίσαν τη γαλήνη
σαν κοχύλι, σαν κοράλλι.

Ξάφνου παίρνει το κοχύλι
για ν’ ακούσει τους ανέμους
και τη θάλασσα ν’ ακούσει
κι όλους τους αγαπημένους.
Εγώ κάνω προς τα πέρα
πως τα κύματα κοιτάω,
με μια αχνή φωνή σβησμένη
ψιθυρίζει «Σ’ αγαπάω..»

Καθώς άγρυπνος ξαπλώνεις
πάνω στ’ άγουρα τα στήθη,
σου διηγείται μες το αυτί σου
τη ζωή σα παραμύθι
και την παίρνει ξάφνου ο ύπνος
απαλά, πάνω που λέει
πως είναι ωραίο το καλοκαίρι
κι είναι τόσο ευτυχισμένη.

Μες τα χέρια σου είμαι ωραίος
κι έχω γράψει τ’ όνομά μου
σ' ένα γράμμα που πηγαίνει
στα χείλη του πελάγου.
Σ' έχω δει άραγε στ' αλήθεια;
Σ' έχω δει στα όνειρά μου;

Ύπνο αιθέριο κοιμάται
το σκυλί στα σκαλοπάτια.
Οι γονείς μας είναι νέοι,
τα μαλλιά μπαίνουν στα μάτια
κι είναι όμορφο το σπίτι
τα απογεύματα όπως μπαίνει
το αεράκι στο σαλόνι
και ο ήλιος στα δωμάτια.

Χαιρετώ τα καλοκαίρια
που σταθήκαμε για λίγο
στην παλιά φωτογραφία
με χαμόγελα από ήλιο,
με το νεανικό το σώμα
και το βλέμμα με τ’ αστέρια.
Τα παλιά τα καλοκαίρια
σα δικά μας και σαν ξένα.



Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Της Άμμου


Πύργους, πυργάκια στεριώνει χάμω:
, ο ιππόκαμπος και το δελφίνι.          
Ε
νός χαμόγελου απόηχο, αφήνει
κι ίχνη, σταλιές, στην άμμο. 

Γράφει ένα όνομα, ένα στιχάκι
πλάι στη θάλασσα, κει που νεράκι
το κύμα χύνεται μ' ένα φιλάκι
κι απλώνει ολόξανθη, καινούργια άμμο.

Ξαναγεννιέται και παίζει και χαμογελάει.
Δημιουργεί, συγκεντρώνεται, τρέχει.
Παιδάκι αμάραντο μείνε κοντά μου..

όλη τη νιότη σου, δίνεις της άμμου. 

Kοιτά το σύννεφο· μετά, διαβάζει.
Ύστερα γεύεται απ' το μπράτσο τ' αλάτι.
Μια ηλιαχτίδα σκουπίζει απ το μάτι· 
στης ματαιότητας ξαπλώνει, την άμμο.

Άπειρο, αέναο, θα 'ρθει τ' αγέρι
κι απ' τα μαλλιά μας καθώς περάσει,
έργα και βήματα, θα τα χαλάσει
με της ασέβειας το άξεστο χέρι.                    

Θα έρθει απρόσκλητος χρόνος, να κόψει
ό,τι έχουμε, έστω λίγο, δικό μας
μα η μνήμη -εφτάψυχη- μες τ' όνειρό μας            
της ευτυχίας θα αναπλάθει την όψη.  

Πίσω ό,τι αφήνουμε, ένα κοχύλι.         
Στ' αυτί αν το φέρεις, σ' ανέμων χείλη
ακούς τη θάλασσα -αχός θαλάμου- 
και τα αιθέρια λόγια της άμμου.



Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Τσαγκάρης


Ο τσαγκάρης σκύβει πάνω από σόλες,
βάφει δέρματα, διορθώνει τακούνια.
Με τις βούρτσες του και τα σαπούνια,
τις μέρες του πέρασε, όλες.

Ό,τι κι αν ρωτήσεις, το ξέρει...
Θέλεις να μάθεις; Ρώτησε τον τσαγκάρη!
-"Ευθεία κι αριστερά στο φανάρι"
Στον προορισμό σου -ακριβής- θα σε φέρει.

Μονάχα τι θα πει ευτυχία
ο κακομοίρης ο τσαγκάρης δεν ξέρει.
Στου καταστήματος την άκρα ησυχία,

ταιριάζει τα παπούτσια στη στέκα.
Κατεβάζει τα στόρια. Στο χέρι
κρατάει τα κλειδιά. Δύο και δέκα.



Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Τριαντάφυλλο


Αγάπη μου ρόδο της άμμου,
τριαντάφυλλο,
απ' το άπειρον έναστρο έρχεσαι
κι απ' τ' άυλο.

Σταλιά ο δημιουργός σου δεν πόνεσε
που σ' έστειλε βορρά εδώ πέρα.
Δεν σου αξίζει, παρά αγάπη σαν θάλασσα,
ωχριά μπροστά σου η εξαίσια εσπέρα.

Αγάπη για λίγο δικιά μου
αγάπη μου ρόδο της άμμου,
τριαντάφυλλο.

Την ομορφιά σου απλόχερα μοίρασες
δώρο στους φτωχούς και τους μόνους
και στους καμμένους από αγάπη ανέστησες
παλιούς ανεξόφλητους πόνους.

Θα σε χαλάσουνε χέρια και στόματα
μα εσύ το 'χεις χρέος δικό σου
σα χρίσμα και βάρος που δόθηκε
χούφτες να κλέβουμε φως, απ' το φως σου.

Ουράνιο τόξο μου άπιαστο
αγάπη μου γράμμα αδιάβαστο
αγάπη μου ρόδο της άμμου,
τριαντάφυλλο.

Τεχνίτης


Πλάθει, τεχνίτης, ρίμες και μέτρα
σ
την ερημιά της στέπας και του κάκτου.
Σ
τη χώρα της ντροπής και του θανάτου
των λέξεων σμιλεύει την πέτρα.

Όσο αυτός -κεράκι- εξαντλείται,
παίρνει οστά το έργο του και σάρκα
μα της δικαίωσης δε φαίνεται η βάρκα,
μια επανάσταση μικρή ας συντελείται.

Μόνο έρχεται το μόχθο ν' απαλύνει
μία σιωπή κατάλευκη σα χιόνι
πάνω στο έργο που κρυφό θε ν' απομείνει.

Εκεί που ιδρώτα κι αίμα έχει αφήσει
ήδη της λήθης το γεράκι αργά σιμώνει
και με το ράμφος του, ευθεία θα βουτήσει.


Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Ονειροπόλος


Ονειροπόλος, ο αρχιτέκτονας του ανύπαρκτου.
Στις πολιτείες του, φυσούν οι πέντε ανέμοι
των συνειρμών κι η φαντασία -μελάνι- χύνεται
σαν ξετυλίγεται των σκέψεων η ανέμη.

Ονειροπόλος, ο ανικανοποίητος·
ο συντριμμένος, ο θρασύς, ο μυθοπλάστης
που θρέφεται απ' την αποτυχία του
για να διαφεύγει στ' όνειρό του, μετανάστης.

Ονειροπόλος, ο φτωχός, ο καλοκάγαθος
που κολυμπά στης επινόησης τον πλούτο           
κι ως λούζεται την άγνοια φως ανίκητο,
της ευτυχίας γρατζουνάει το λαούτο.                      

Αν βρει τα σκούρα, πλάθει καταφύγιο
-για να γλιτώσει της αλήθειας το μολύβι-
ένα καλύβι απ' της ανάμνησης το άχυρο.          
Φύρα του ονειροπόλου το σπίτι.

Ονειροπόλος, ο εντός του αεικίνητος,
παραδομένος στη βαθιά, εκεί, πολυθρόνα.            
Ο αδικημένος που όμως μες την ουτοπία του,
φοράει της δικαίωσης τον χιτώνα.

Ο τυχοδιώκτης, που όσο και να το προσπάθησε,
βολεύτηκε στων μύθων του τη σκέψη
κι όσο απλώνονται στα πόδια του, βασίλειο,
είναι νωρίς στον έξω κόσμο να επιστρέψει. 


Ο Ναπολέων, που το θηρίο της σκέψης μάχεται
κι ευθεία προχωρεί στο βατερλό του.
Ο κακομοίρης θα επιστρέψει πάλι άπραγος
και νικημένος απ το ίδιο τ' όνειρό του...



Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Κάποιος περιδιαβαίνει σ' ένα κήπο


Κάποιος περιδιαβαίνει σ' ένα κήπο.
Ήτανε λέει μαζί του η ζωή σκληρή
κι άδικη στάθηκε απέναντί του..

..Και περπατεί και περπατεί πάνω στη χλόη..
Χαλάει με το πόδι τα τριφύλλια,
αναρωτούμενος τι έκανε λάθος.
Τις συνιστώσες σκέπτεται κι όλες τις αιτιάσεις.

Βασανισμένος πάει αργά, αργά στον κήπο
κρατώντας στήριγμά του, ένα κλαρί
και καθαρίζει βατσινιές και αποφύσεις
κι η σκέψη μήπως έτσι ξεδιαλύνει...


Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Ο ερωτευμένος μάγειρας της οδού Σπύρου Μερκούρη


Eνώ η πάστα πίσω του κοχλάζει
και χύνεται απ' τον τέντζερη η σάλτσα,
κείνος υπέροχος μ' ευθύβολα και φάλτσα
αγγίγματα στη Νταίζυ που σφαδάζει

από ηδονή, νικάει τον χρόνο. Με δυο σάλτα,
αφήνουνε τα επίγεια μια στιγμή:
Tον Ζωρζ που ωρύεται "Στο τρία μια σαλάτα!"
τον κόσμο που προσμένει στη γραμμή...



Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Τα πουκάμισα


Η μάνα που διπλώνει τα πουκάμισα
του γιου της που σε λίγο είναι να φύγει,
στοργή αφήνει, χάδι, στα υφάσματα
κι αγάπη απ' των δακτύλων της τα ρίγη.

Περηφανεύεται: "Αυτό είναι το χρώμα του!"
και νιώθει στα μανίκια τ' αδειασμένα,
τα χέρια του παιδιού της και το σώμα του
όπως κουμπώνει τα κουμπιά του ένα - ένα.

Ύστερα φέρνει και το τελευταίο πουκάμισο
κι όπως αχνίζει ατμό του σίδερου η πρέσα,
αφήνει ένα δάκρυ, μαύρο δάκρυο
κι ένα αντίο ξεστομίζει από μέσα...


Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Μελαγχολία των καφενείων της Σίψας


Στα καφενεία της Σίψας ο ήλιος διαχέεται
απ’ τα κρύσταλλα στα παλιά τραπέζια.
Στα παράθυρα μέσα, το απόγευμα φλέγεται
εξαίσια στου Ιούλη τα χέρια.

Τα καφενεία της Σίψας ρημάζουν· απλόχερα
τους χάρισε ο θεός τη γαλήνη.
Μόνο οι άνθρωποι λείπουν, να δούνε το λιόγερμα,
να πιούνε γουλιά καλοσύνη.

Τα καφενεία της Σίψας η πέτρα τα χαίρεται.
Α
φομοιώνονται απ’ το τοπίο.
Μουρμουράει η κυρά Λένη θρύλους και σιάζει, το
σεμέ κάτω απ' το ανθοδοχείο

για το ενδεχόμενο κάποιος σε λίγο να έρχεται
-ταξιδιώτης πέρα απ’ την πόλη-
στα καφενεία της Σίψας που η πέτρα τα χαίρεται
κ
ι αφυδατώνεται η ψυχούλα τους όλη...